- κλώθει
- κλώθωtwist by spinningpres ind mp 2nd sgκλώθωtwist by spinningpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… … Dictionary of Greek
Clotho — CLOTHO, us, Gr. Κλωθὼ, ους, (⇒ Tab. I.) die erste von den dreyen Parcen, welche den Namen nach einigen von κλώζω, ich schreye, hat, und soll daher so viel, als Herausrufung heißen, Fulgent Mythol. lib. I. c. 7. welche Ableitung aber billigst… … Gründliches mythologisches Lexikon
δυσηλάκατος — δυσηλάκατος, ον (Α) φρ. «δυσηλάκατος Μοῑρα» που κλώθει τη δυστυχία … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
εύλινος — εὔλινος, ον (Α) (επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτός που κλώθει, που γνέθει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λίνον «νήμα τής ζωής που κλώθουν οι Μοίρες»] … Dictionary of Greek
λινόκλωστος — λινόκλωστος, ον (Α) αυτός που κλώθει λινάρι («λινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, τρί κλωστος] … Dictionary of Greek
μερμιθουργός — ο αυτός που κλώθει τη μέρμιθα, σχοινοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμιθα «σχοινί» + ουργός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
νήστης — (I) νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα) αυτός που νηστεύει, νηστευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νῆστις με κατάλ. της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα ειρα (πρβλ. λῄστ ειρα, μνήστ ειρα)]. (II) νήστης, ὁ (Α) αυτός που κλώθει, που γνέθει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σηρικοπλόκος — ὁ, Μ αυτός που πλέκει ή κλώθει μετάξι, μεταξουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
στρεπτήρας — ο / στρεπτήρ, ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας νεοελλ. 1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek